lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κουτσαίνω στα ουκρανικά

Λέξη:
κουτσαίνω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (16):
безвільний, зупинити, зупинитися, зупинка, зупиняти, зупинятися, кульгавість, кульгайте, кульгати, скакати, скакнути, слабкий, стрибати, стрибнути, стрибок, шкутильгати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά κουτσαίνω, κουτσαίνω συνώνυμο, κουτσαίνω στα αγγλικά, κουτσαίνω στα ουκρανικά, безвільний στα ελληνικά
κουτσαίνω στα ουκρανικά