lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λερωμένος στα ουκρανικά

Λέξη:
λερωμένος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (13):
безлад, безладдя, бруднити, брудніть, дефіле, забрудніть, зіпсувати, нелад, псувати, розгардіяш, чорнити, чорніти, чорніть
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά λερωμένος, λερωμένος στα ουκρανικά, безлад στα ελληνικά
λερωμένος στα ουκρανικά