λιβάδι στα αγγλικά λιβάδι στα τσεχική λιβάδι στα γερμανικά λιβάδι στα δανική λιβάδι στα ισπανικά λιβάδι στα γαλλικά λιβάδι στα ιταλικά λιβάδι στα νορβηγικά λιβάδι στα ρωσικά λιβάδι στα σουηδικά λιβάδι στα αλβανικά λιβάδι στα βουλγαρικά λιβάδι στα λευκορωσίας λιβάδι στα εσθονική λιβάδι στα φινλανδικά λιβάδι στα κροατικά λιβάδι στα ουγγρική λιβάδι στα λιθουανική λιβάδι στα πορτογαλικά λιβάδι στα σλοβενική λιβάδι στα πολωνική
μαζεύομαι στα αγγλικά ζεσταίνω στα γερμανικά παράγοντας στα ισπανικά αρωματικός στα αγγλικά πέψη στα νορβηγικά
αρωματικός καφές ζεσταίνω ρήμα παράγοντας v leiden πέψη αμύλου