lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λύπη στα ουκρανικά

Λέξη:
λύπη (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (26):
бажання, гадка, горе, дбайливість, дбання, думка, жалоба, забита, зажура, зажуру, заклопотаність, занепокоєння, засмучення, клопіт, концерн, лихо, неспокій, піклування, сум, сумування, траур, тривога, турбота, турбування, увага, хвилювання
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά λύπη, λύπη ψυχολογία, λύπη συνώνυμο, λύπη συνώνυμα, λύπη στιχοι, λύπη ποίηση, λύπη στα ουκρανικά, бажання στα ελληνικά
λύπη στα ουκρανικά