lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μανίκι στα ουκρανικά

Λέξη:
μανίκι (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (22):
бокс, вентиль, виделка, втулка, вітка, галузь, гілка, гільза, коробка, кран, лайнер, ложа, наперсток, підрозділ, рука, рукав, скринька, скриня, філіал, філія, чіп, ящик
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά μανίκι, μανίκι τατουάζ, μανίκι συμπίεσης για μπάσκετ, μανίκι συμπίεσης, μανίκι στομάχου, μανίκι στα αγγλικα, μανίκι στα ουκρανικά, бокс στα ελληνικά
μανίκι στα ουκρανικά