lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μεγάφωνο στα ουκρανικά

Λέξη:
μεγάφωνο (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (6):
гучномовець, динамік, доповідач, оратор, промовець, спікер
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά μεγάφωνο, φορητό μεγάφωνο, μεγάφωνο στον πολιτη, μεγάφωνο μόνιμου μαγνήτη, μεγάφωνο βικιπαιδεια, μεγάφωνο αυτοκινήτου, μεγάφωνο στα ουκρανικά, гучномовець στα ελληνικά
μεγάφωνο στα ουκρανικά