lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μισθός στα ουκρανικά

Λέξη:
μισθός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (22):
винагорода, виплата, виплатити, виплачувати, відплата, заплатити, зарплата, лаж, нагорода, оплата, оплачувати, першосортний, плата, платити, платня, платіж, платіжний, премія, розплата, сплата, сплатити, сплачувати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά μισθός, μισθός υπαλλήλου γραφείου 2014, μισθός τιμή και κέρδος, μισθός μενεγάκη, μισθός καθηγητή πανεπιστημίου, μισθός εεδιπ, μισθός στα ουκρανικά, винагорода στα ελληνικά
μισθός στα ουκρανικά