lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μόνο στα ουκρανικά

Λέξη:
μόνο (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (8):
виключний, винятковий, ексклюзивний, єдиний, один, підошва, лиш, просто
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά μόνο, μόνο οι εραστές μένουν ζωντανοί που παιζεται, μόνο οι εραστές μένουν ζωντανοί imdb, μόνο οι εραστές μένουν ζωντανοί, μόνο οι εραστές μένουν, μόνο μια φορά, μόνο στα ουκρανικά, виключний στα ελληνικά
μόνο στα ουκρανικά