lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

νεφελώδης στα ουκρανικά

Λέξη:
νεφελώδης (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (13):
блідий, брудний, глянсуватий, забруднений, зблідлий, каламутний, мутний, скловидний, смутний, сумний, сумувати, тьмяний, хмарний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά νεφελώδης, νεφελώδησ λεοπάρδαλη, νεφελώδης καιρός, νεφελώδης στα ουκρανικά, блідий στα ελληνικά
νεφελώδης στα ουκρανικά