lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

νιαουρίζω στα ουκρανικά

Λέξη:
νιαουρίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (6):
нявкання, нявкати, нявкніть, нявчання, нявчати, чайка
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά νιαουρίζω, νιαουρίζω στα ουκρανικά, нявкання στα ελληνικά
νιαουρίζω στα ουκρανικά