lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πέτρα στα ουκρανικά

Λέξη:
πέτρα (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (33):
бескид, гама, гойдати, гойдатися, градація, діапазон, каміння, камінь, коливати, коливатися, колисати, колихати, колихатися, луска, лущити, лущитися, масштаб, межа, межі, мостильник, обсяг, порода, піднятися, підніматися, розмах, розмір, рубець, скала, скеля, стрімчак, ступінь, шкала, шрам
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά πέτρα, πέτρα ψαλίδι χαρτί, πέτρα στο νεφρό, πέτρα στη χολή συμπτώματα, πέτρα στη χολή, πέτρα σκανδάλου, πέτρα στα ουκρανικά, бескид στα ελληνικά
πέτρα στα ουκρανικά