lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πίστωση στα ουκρανικά

Λέξη:
πίστωση (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (14):
аванс, впевненість, віра, вірування, довіра, довіру, залежність, ймовірність, кредит, кредитний, кредитувати, певність, полягання, траст
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά πίστωση, πίστωση φόρου αλλοδαπής, πίστωση φόρου, πίστωση φαρμακοποιών, πίστωση φαρμάκων, πίστωση του τιμήματοσ, πίστωση στα ουκρανικά, аванс στα ελληνικά
πίστωση στα ουκρανικά