lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παλτό στα ουκρανικά

Λέξη:
παλτό (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (21):
капсула, капсуля, конверт, лушпина, мантія, мембрана, оббивка, оболонка, обшивка, оточіть, пальт, пальта, пальтами, пальтах, пальто, пальтом, пальті, пил-те, плащ, тигель, шинель
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά παλτό, παλτό μοντγκόμερι, παλτό καμηλό, παλτό ανδρικό, παλτό ανδρικά, παλτό monsoon, παλτό στα ουκρανικά, капсула στα ελληνικά
παλτό στα ουκρανικά