lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παντού στα ουκρανικά

Λέξη:
παντού (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (14):
біля, всюди, де-небудь, коло, навколо, по, повсюди, приблизно, про, скрізь, скрізь-скрізь, стосовно, усюди, щодо
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά παντού, παντού την είδα. να κρατάει ένα ποτήρι και να κοιτάζει στο κενό, παντού συνώνυμα, παντού ουρανός, παντού να σκορπίζεισ τησ νιότησ το φωσ, παντού μαζί, παντού στα ουκρανικά, біля στα ελληνικά
παντού στα ουκρανικά