lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πορτοφόλι στα ουκρανικά

Λέξη:
πορτοφόλι (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (21):
валіза, випадок, гаманець, діло, кокон, комплект, корзина, коробка, мішок, набор, набір, нагода, обмундирування, скриня, спорядження, справа, сумка, торба, торбина, футляр, чохол
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά πορτοφόλι, πορτοφόλι ονειροκρίτης, πορτοφόλι γυναικείο, πορτοφόλι ανδρικό, πορτοφόλι louis vuitton, πορτοφόλι kem, πορτοφόλι στα ουκρανικά, валіза στα ελληνικά
πορτοφόλι στα ουκρανικά