lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πρόσβαση στα ουκρανικά

Λέξη:
πρόσβαση (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (23):
агресія, атака, видаток, визнання, вступ, вступний, вхід, допущення, доступ, звинуватити, звинувачення, звинувачувати, зізнання, напад, натиск, обвинувачення, початок, призначати, призначити, прийняття, прийом, припущення, ціна
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά πρόσβαση, πρόσβαση φροντιστήριο, πρόσβαση συνώνυμο, πρόσβαση στο πεδίο έρευνας, πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, πρόσβαση στα διοικητικά έγγραφα, πρόσβαση στα ουκρανικά, агресія στα ελληνικά
πρόσβαση στα ουκρανικά