lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πτώση στα ουκρανικά

Λέξη:
πτώση (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (18):
вниз, внизу, водовід, втеча, додолу, донизу, наниз, осушення, скат, спадковість, спадок, спадщина, спадщину, спуск, спускання, спіштеся, униз, успадкування
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά πτώση, πτώση του τείχους, πτώση της πτήσης 522 των αερογραμμών helios, πτώση τάσης, πτώση πίεσης, πτώση μεταταρσίων, πτώση στα ουκρανικά, вниз στα ελληνικά
πτώση στα ουκρανικά