lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σακάκι στα ουκρανικά

Λέξη:
σακάκι (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (18):
блуза, жакет, каптан, куртка, мантія, пальт, пальта, пальтами, пальтах, пальто, пальтом, пальті, пил-те, плащ, сарафан, светр, стрибун, шинель
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά σακάκι, σακάκι στα αγγλικά, σακάκι σανέλ, σακάκι ονειροκρίτης, σακάκι οικονόμου, σακάκι μπλέιζερ γυναικειο, σακάκι στα ουκρανικά, блуза στα ελληνικά
σακάκι στα ουκρανικά