lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σκέφτομαι στα ουκρανικά

Λέξη:
σκέφτομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (30):
вважайте, вважати, вірити, гадати, допускайте, думайте, думати, значити, мислити, міркувати, надіятися, означати, очікувати, очікуйте, повірити, повірте, подумати, припускати, припустити, підлий, підраховувати, підрахувати, підрахуйте, рахувати, середина, середній, сподіватися, уявити, уявляти, чекати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά σκέφτομαι, σκέφτομαι σωστά νιώθω καλά, σκέφτομαι μα δεν υπάρχω, σκέφτομαι και γράφω ε δημοτικού, σκέφτομαι και γράφω γ δημοτικού, σκέφτομαι και γράφω β δημοτικού, σκέφτομαι στα ουκρανικά, вважайте στα ελληνικά
σκέφτομαι στα ουκρανικά