lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σκανδαλώδης στα ουκρανικά

Λέξη:
σκανδαλώδης (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (7):
ганебний, жорстокий, несамовитий, образливий, обурливий, скандальний, шалений
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά σκανδαλώδης, σκανδαλώδης στα ουκρανικά, ганебний στα ελληνικά
σκανδαλώδης στα ουκρανικά