lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στενός στα ουκρανικά

Λέξη:
στενός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (13):
близький, близько, вузький, завершення, закривати, закрити, закриття, зачинити, зачиняти, обмежений, тісний, убогий, інтимний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά στενός, στενός τράχηλος, στενός συνώνυμα, στενός συγγενής διάσημης ελληνίδας παρουσιάστριας συμμετείχε σε εγκληματική ομάδα, στενός κόλπος, στενός κορσές, στενός στα ουκρανικά, близький στα ελληνικά
στενός στα ουκρανικά