lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συμβολή στα ουκρανικά

Λέξη:
συμβολή (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (33):
введення, ввід, вклад, вкладання, вкладення, внесення, внесок, володіння, вхід, відведення, депозит, депозитний, депонувати, дотація, завдатковий, завдаток, затрати, каплиця, контрибуція, наділення, пожертва, пожертвування, позбавлення, проведення, споживання, суміщення, утримування, холдинг, холдинговий, холдінг, інвестиційний, інвестиція, інвестиції
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά συμβολή, συμβολή των ελληνικών νησιών στον αγώνα του 1821, συμβολή της προτεινόμενης πράξης στους στόχους του αντίστοιχου άξονα προτεραιότητας, συμβολή της προτεινόμενης πράξης στους στόχους, συμβολή συνώνυμο, συμβολή κυμάτων προσομοιωση, συμβολή στα ουκρανικά, введення στα ελληνικά
συμβολή στα ουκρανικά