lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συμβόλαιο στα ουκρανικά

Λέξη:
συμβόλαιο (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (25):
бізнес, бізнесовий, вантажівка, ведення, гендель, делікатес, договір, домовленість, діло, діловий, збори, згода, злагода, комісійний, конвенційний, конвенція, контракт, кількість, операція, особливість, пакт, підрядний, справа, товарообмін, угода
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά συμβόλαιο, συμβόλαιο υιοθεσίας, συμβόλαιο ομάδας, συμβόλαιο μπεργκ, συμβόλαιο μίσθωσησ κατοικίασ, συμβόλαιο μάθησης, συμβόλαιο στα ουκρανικά, бізнес στα ελληνικά
συμβόλαιο στα ουκρανικά