lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συναγερμός στα ουκρανικά

Λέξη:
συναγερμός (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (11):
агітація, бажання, заворушення, занепокоєння, незручність, паніка, панічний, порушення, тривога, турбота, хвилювання
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά συναγερμός, συναγερμός στη nasa από μυστηριώδες αντικείμενο στον άρη, συναγερμός σπιτιού κόστος, συναγερμός σπιτιού, συναγερμός πόρτας, συναγερμός ποδηλάτου, συναγερμός στα ουκρανικά, агітація στα ελληνικά
συναγερμός στα ουκρανικά