lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τρένο στα ουκρανικά

Λέξη:
τρένο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (22):
балакун, виховати, виховувати, готувати, звита, комплект, кортеж, кінчик, маршрут, може, набір, оточення, поразка, послідовність, потяг, почет, поїзд, свита, травень, травневий, тренувати, хвіст
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά τρένο, τρένο φάντασμα, τρένο των νεφών, τρένο στο ρουφ, τρένο πειραιάς κηφισιά, τρένο ονειροκριτης, τρένο στα ουκρανικά, балакун στα ελληνικά
τρένο στα ουκρανικά