lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τροποποίηση στα ουκρανικά

Λέξη:
τροποποίηση (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (42):
бити, відпочинок, деформація, допомога, звільнення, зламати, зламатися, зміна, змінення, клеймо, котлета, ламати, ламатися, мутація, оборот, обриватися, переміна, перерва, перервати, переробка, побити, полегшення, поломка, порушити, порушувати, проміжок, підкріплення, розбивати, розбити, розламати, розмаїтість, розрив, розривати, розтрощити, розтрощувати, розірвати, рубати, сікти, січеник, трощити, шаткувати, інтервал
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά τροποποίηση, τροποποίηση ωραρίου, τροποποίηση του π.δ. 43/2002, τροποποίηση σύμβασης, τροποποίηση συμπεριφοράς, τροποποίηση μισθωτηρίου, τροποποίηση στα ουκρανικά, бити στα ελληνικά
τροποποίηση στα ουκρανικά