lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τσεκούρι στα ουκρανικά

Λέξη:
τσεκούρι (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (8):
асигнація, банкнота, вексель, законопроект, позов, рахунок, сокира, сокиру
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά τσεκούρι, τσεκούρι σχισίματος κορμών, τσεκούρι σχισίματος, τσεκούρι ονειροκρίτης, τσεκούρι και φωτιά στους προσκυνημένους, τσεκούρι διαχωρισμού, τσεκούρι στα ουκρανικά, асигнація στα ελληνικά
τσεκούρι στα ουκρανικά