lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τόλμη στα ουκρανικά

Λέξη:
τόλμη (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (14):
галантність, доблесть, запал, запевнення, клавіша, ключ, ключовий, мужність, міць, підприємство, серце, серцевина, сміливість, характер
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά τόλμη, τόλμη τησ θράκησ, τόλμη και γοητεία ριτζ, τόλμη και γοητεία πρώτο επεισόδιο, τόλμη και γοητεία ποιοι περασαν ποιοι έφυγαν και ποιοι συνεχίζουν ακόμη, τόλμη και γοητεία ηθοποιοί, τόλμη στα ουκρανικά, галантність στα ελληνικά
τόλμη στα ουκρανικά