lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υβριστικός στα ουκρανικά

Λέξη:
υβριστικός (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (18):
брутальний, ганебний, грубий, жорстокий, наклепницький, невихований, необроблений, неправдивий, непристойний, несамовитий, несправедливий, образливий, обурливий, різкий, сирий, слизистий, шалений, шкідливий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά υβριστικός, υβριστικός στα ουκρανικά, брутальний στα ελληνικά
υβριστικός στα ουκρανικά