lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φυσίγγιο στα ουκρανικά

Λέξη:
φυσίγγιο (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (14):
вмістище, граната, заглибина, заряд, лушпина, оболонка, панель, патрон, патрона, раковина, розетка, снаряд, фундатор, шкаралупа
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά φυσίγγιο, φυσίγγιο αερίου βουτανίου, φυσίγγιο laser, φυσίγγιο στα ουκρανικά, вмістище στα ελληνικά
φυσίγγιο στα ουκρανικά