lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χείμαρρος στα ουκρανικά

Λέξη:
χείμαρρος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (21):
бухта, водоспад, відплив, зашарітися, лавина, межа, повінь, потік, почервоніти, приплив, протяг, ринути, ріка, річка, річковий, струмок, струмінь, хлинути, червоніти, шаріти, шарітися
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά χείμαρρος, χείμαρρος χάραδρος, χείμαρρος της αργολίδας, χείμαρρος σερρων, χείμαρρος ορισμός, χείμαρρος μαρμαρίνης, χείμαρρος στα ουκρανικά, бухта στα ελληνικά
χείμαρρος στα ουκρανικά