lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χερούλι στα ουκρανικά

Λέξη:
χερούλι (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (23):
вал, власник, вухо, вушко, вхопити, гармата, гомілка, держак, держатель, древко, затискати, затискувати, затиснути, канон, корба, опора, орендар, правило, рука, ручка, стискати, стискувати, схопити
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά χερούλι, χερούλι ψυγείου bosch, χερούλι χύτρας fissler, χερούλι τσάντασ, χερούλι πόρτας, χερούλι εξώπορτας, χερούλι στα ουκρανικά, вал στα ελληνικά
χερούλι στα ουκρανικά