lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χρονικογράφος στα ουκρανικά

Λέξη:
χρονικογράφος (Αριθμός των γραμμάτων: 13)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (6):
відзначати, відзначити, літопис, літописець, хроніка, хронікер
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά χρονικογράφος, χρονικογράφος στα ουκρανικά, відзначати στα ελληνικά
χρονικογράφος στα ουκρανικά