lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ύλη στα ουκρανικά

Λέξη:
ύλη (Αριθμός των γραμμάτων: 3)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (14):
агент, агентський, засіб, матеріал, матерія, остача, повірений, посередник, представник, речовина, речовину, субстанція, тканина, фактор
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ύλη, ύλη χημείας α λυκείου, ύλη φυσικής κατεύθυνσης β λυκείου, ύλη φυσικής α λυκείου, ύλη πανελληνίων 2014 επαλ, ύλη πανελλαδικών 2014, ύλη στα ουκρανικά, агент στα ελληνικά
ύλη στα ουκρανικά