lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: πέντε

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
baize, bake, broil, burn, five, fiver, furnace, kiln, oven, quintet, roast, stove
πέντε
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
kamna, kamínka, kotel, ohniště, pec, pražit, pálit, péci, pět, pětka, smažit, sporák, spálit, topeniště, upražit, upéci, vypalovat, várka
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
backofen, fünf, heizkessel, herd, küchenherd, ofen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
esse, fem, kakkelovn, kamin, komfur, ovn, riste, smelteovn, stege, svi
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
asar, cinco, cocer, cocina, estufa, horno, picar, tostar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
brasiller, chaudière, chaufour, cinq, cuire, cuisinière, four, fournaise, fourneau, fournil, fournée, foyer, grilloir, poêle, quinconce, rôtir
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
arrostire, cinque, cuocere, fornace, forno, stufa
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
baka, bake, brenne, esse, fem, kakelugn, kakkelovn, kamin, komfyr, ovn, riste, steka, steke, stekeovn, svi
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
жарить, жечь, печка, печь, пять
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
baka, balke, esse, fem, grädda, härd, kakelugn, kamin, smältugn, steka, svida, ugn, värmeledningspanna
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
furrë, pesë, sobë, stufë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пет, печка, пещ
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
гатаваць, грубка, печ, печка, пячы
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
ahi, katel, küpsetama, viis
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hella, paahtaa, paistaa, tulipesä, uuni, viisi
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pet, peć, peći, pržiti, štednjak
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
kazán, kemence, kályha, öt
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
krosnis, orkaitė, penki, viryklė
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abrasar, assar, azar, cinco, escocês, estufa, fogão, fornalha, forno, picar, tornear, torrar, tostar
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
cinci
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
pet, pečica, štedilnik
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
pec, päť
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
висушіть, горн, горно, горіти, груба, грубка, духовка, згоріти, кусати, кусатися, нагрівник, опік, палити, пекти, плита, підпалити, спалити, спалювати, укус, укусити
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
piec, piątka

Σχετικές λέξεις

πέντε μάγκες στον περαία, πέντε αισθήσεις, πέντε έλληνες στον άδη, πέντε λεπτά ακόμα, πέντε μάγκες στον περαία στίχοι, πέντε χρόνια δικασμένος, πέντε δήμαρχοι, πέντε ποντικοί, πέντε δευτερόλεπτα στο κενό, πέντε καλούς αυτοκράτορες