lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: παπούτσι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
shoe
παπούτσι
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bota, botka, střevíc
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
halbschuh, schuh
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
sko
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
zapato
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bottine, soulier
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scarpa
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sko
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ботинок
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
këpucë
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
чаравiк, чаравік
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
king
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kenkä
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
cipela
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
batas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
botim, sapato
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
багажник, черевик, черевиків, чобіт
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
półbut

Σχετικές λέξεις

παπούτσι από τον τόπο σου, παπουτσια camper, παπούτσι ονειροκρίτης, παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο, παπούτσι εργασίας, παπούτσι απ τον τόπο σου, παπούτσι ετυμολογία, παπούτσι γάμου, παπούτσι στο όνειρο, παπούτσι όνειρο