lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: παραγωγικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
efficient, productive
παραγωγικός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
efektivní, plodný, produktivní, výnosný, účinný
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausgiebig, ergiebig, leistungsfähig, produktiv
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
effektiv, produktiv
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
eficiente, productivo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
efficace, fructueux, productif
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
efficiente, produttivo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
effektiv, fruktbar, produktiv
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
действенный, продуктивен, продуктивный, производительный, эффективный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
produktiv
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
прадукцыйны
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
antoisa, hedelmällinen, tehokas
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
produktív, termelékeny
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
продуктивний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
produktywny, wydajny

Σχετικές λέξεις

παραγωγικός συλλογισμός, παραγωγικός βήχας στα παιδιά, παραγωγικός συνεταιρισμός γυναικών κοκκινογείων δράμας σ.π.ε, παραγωγικός βήχας, παραγωγικός συλλογισμός παραδειγματα, παραγωγικός συλλογισμός ασκησεις, παραγωγικόσ χάρτησ ελλάδασ, παραγωγικός συνώνυμα, παραγωγικός συντελεστής, παραγωγικόσ συνεταιρισμόσ