lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: παραλήπτης

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
audience, consignee, consumer, payee, receiver, recipient, user
παραλήπτης
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
adresát, odběratel, příjemce, zákazník
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abnehmer, empfänger, kunde
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
adressat, modtager
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
destinatario, receptor
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
allocataire, client, consignataire, demandeur, destinataire, partie, preneur, réceptionnaire
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
destinatario, ricevitore
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
adressat, mottager
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
консигнатор, получатель, потребитель
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
adressat, avnämare, mottagare, mottager
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
атрымальнік, спажывец
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
adressaat
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
saaja, vastaanottaja
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
primalac
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
címzett, vásárló, átvevő
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
destinatário, receptor
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
користувач, наймач, одержувач, роботодавець, споживач, споживчий, трубка
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
odbiorca

Σχετικές λέξεις

παραλήπτης αποστολεας φακελος, παραλήπτης english, παραλήπτης διαχειριστής, παραλήπτης αποστολέας, παραλήπτης αλληλογραφίας, παραλήπτης μετάφραση, παραλήπτης στα αγγλικα, επίσημος παραλήπτης, άγνωστος παραλήπτης, εγγεγραμμένος παραλήπτης