lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: παρών

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
assist, attend, attendant, attending, current, present, preset, reigning
παρών
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
aktuální, dar, dnešní, dosavadní, nynější, pomocník, přítomnost, přítomný, skutečný, současný
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anwesend, anwesender, beiwohnen, gegenwart, gegenwärtig, geläufig, geschenk, gängig, jetzig, momentan
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
gave, nu, nutid, nuværende, nytid, nærværende, present, tilstede, tilstedeværende
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
actual, actualidad, asistente, presente, regalo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
actuel, assistant, présent
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
attuale, presente
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
aktuell, inneværende, nu, nåtid, nåværende, nærværende, presang, presens, present, tilstede, tilstedeværende
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
наличный, настоящее, настоящий, нынешний, присутствующий
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
befintlig, förevarande, gällande, gåva, nitid, nu, nuvarande, närvarande, presens, present
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dhuratë
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
прысутны
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
vool
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lahja, mukana, nykyinen, saapuvilla
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
jelen, jelenlegi, jelenlevő
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
dabartinis, dovana, padėjėjas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
actual, presente, regalo, vigente
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
actual
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
darilo
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дарувати, дарунок, нинішній, подарувати, подарунок, представити, представляти, презентувати, присутній, сучасний, теперішній
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
obecny, teraźniejszość

Σχετικές λέξεις

παρών παρούσα παρόν, παρόν έγγραφο, παρόν μήνυμα, παρόν κεφάλαιο, παρόν κλίση, παρών παρόν, παρών επί τησ αρχήσ, παρών σε ψηφοφορία, παρών παρούσα, παρόν συνώνυμα