lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: παχυσαρκία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fatness, obesity, overweight, stoutness
παχυσαρκία
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
obezita, otylost, tloušťka, tělnatost
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beleibtheit, fettleibigkeit, fettsucht
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
fedme
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
crasitud, gordura, obesidad
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
corpulence, embonpoint, obésité, rotondité, réplétion
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
obesità
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fedme
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
полнота, тучность
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
паўната, таўшчыня
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
lihavus
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
kövérség
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
nutukimas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
gordura, obesidade
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
obezita
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
амплітуда, амплітудна, амплітудне, амплітудний, гама, гучність, достаток, міцність, недоторканість, обсяг, огрядність, пленум, повнота, спокусіть, суцільність, том, цільність, цілісність
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
otyłość

Σχετικές λέξεις

παχυσαρκία στην ελλάδα, παχυσαρκία επιπτώσεις, παχυσαρκία pdf, παχυσαρκία θεραπεία, παχυσαρκία ορισμός, παχυσαρκία και κατάθλιψη, παχυσαρκία αντιμετώπιση, παχυσαρκία και άσκηση, παχυσαρκία στα παιδιά, παχυσαρκία και εγκυμοσύνη