lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: πεζικό

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
afoot, infantry
πεζικό
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
pěchota
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fußvolk, infanterie
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
fodfolk, infanteri
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
infantería
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
infanterie
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fanteria
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fotfolk, infanteri
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пехота
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
infanteri
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пехота
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
пяхота
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
jalavägi
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pješaštvo
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
gyalog
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
infantaria
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
піхота
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
piechota

Σχετικές λέξεις

πεζικό υεα, πεζικό (βαρέα όπλα), πεζικό τρίπολη, πεζικό θήβα, ελληνικό πεζικό, αερομεταφερόμενο πεζικό