lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: πετσέτα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
doily, handkerchief, kerchief, napkin, neckerchief, scarf, serviette, towel
πετσέτα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
kapesník, osuška, ručník, ubrousek, utěrka, šerpa, šál, šátek
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
halstuch, handtuch, kopftuch, mundtuch, sacktuch, schnupftuch, serviette, taschentuch, tuch
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
håndklæde, lommetørklæde, serviet, skrut, slips
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pañuelo, servilleta, toalla
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
essuie-main, fichu, foulard, mouchoir, napperon, serviette, toilette, touaille, écharpe
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
asciugamano, asciugatoio, fascia, fazzoletto, foulard, salvietta, sciarpa, tovagliolo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
halstørkle, handduk, håndkle, lommetørkle, serviett, skaut, skjerf, slips, tørkle
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
платок, платочек, полотенце, салфетка
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
handduk, schalett, servett
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
peshqir, shall, shami
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
ручнік, сурвэтка, хустка
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
rätik, salvrätik, servjett
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
huivi, kaulahuivi, lautasliina, liina, nenäliina, pyyhe
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kravata, maramica, ručnik, salveta
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
szalvéta, sál, törülköző, zsebkendő
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
nosinė, rankšluostis, servetėlė
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
guardanapo, lenço, servilmente, toalha
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
şerveţel
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
obrúsok, uterák
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пелюшка, покришка, салфетка, серветка, хустина, хустину, хустка, хустку
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
chustka, ręcznik, serwetka

Σχετικές λέξεις

πετσέτα ονειροκρίτης, πετσέτα θαλάσσης, πετσέτα θαλάσσης benetton, πετσέτα με το μέτρο, πετσέτα μπάνιου, πετσέτα θαλάσσης reserved, πετσέτα παρεό, πετσέτα φαγητού, πετσέτα μπομπονιέρα, πετσέτα στα αγγλικά