lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: πλένω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bathe, clean, cleanse, larrup, launder, lave, rinse, thrash, wallop, wash, washout, whop
πλένω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
mýt, omýt, omývat, očistit, prací, proprat, prát, smýt, umýt, vymýt, vypláchnout, vyprat, vyčistit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abwaschen, aufwaschen, gewaschen, spülen, waschen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
skylle, vaske
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
asearse, fregar, irrigar, lavar, lavarse
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
abluer, ablutionner, blanchir, débarbouiller, délaver, laver, lessiver
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lavare, lavarsi
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
diska, skylle, vaske
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вымыть, мыть, помыть, промывать, смывать, стирать, умыть
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
byka, bädda, diska, skölja, tvätta
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
laj
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
мыць, памыць, паўмываць, умыць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
huuhdella, huuhtoa, pestä
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prati
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
elmosni, megmos, megmosakszik, mosakszik, mosni
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
plauti
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lavar
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
umiti
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вмити, мийте, мити, умити
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
myć, prać, przemywać, umyć, zmywać

Σχετικές λέξεις

πλένω τα χέρια μου, πλένω ή πλύνω, πλένω παρατατικος, πλένω πλύνω, πλένω τα δόντια μου, πλένω ονειροκρίτης, πλένω χέρια ονειροκρίτης, πλένω δόντια ονειροκρίτης, πλένω δόντια, πλένω ρούχα ονειροκρίτης