lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: πληθυσμός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
habitable, people, populace, population
πληθυσμός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
obyvatelstvo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bevölkerung, population
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
befolkning
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
población, pueblo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
population
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
popolazione
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
befolkning
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
народонаселение, население, популяция
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
folkmängd
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
население
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
насельніцтва
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
elanikkond, rahvastik
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
asujaimisto, asukasluku, kansa, väestö
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
lakosság, népesség
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
populiacija
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
oblativo, população
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
держава, країна, населення, популяція, простолюддя, сільський
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
ludność, populacja

Σχετικές λέξεις

πληθυσμός ελλάδας, πληθυσμός της γης, πληθυσμός αθήνας, πληθυσμός ουκρανίας, πληθυσμός ιωαννίνων, πληθυσμός αμερικής, πληθυσμός κινας, πληθυσμός αθήνας 2013, πληθυσμός ρωσίας, πληθυσμός πάτρας