lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: πληρώνω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
acquit, cash, defray, nominally, pay, quit
πληρώνω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
kvitovat, odskákat, platit, vyplatit, vyplácet, vyrovnat, zaplatit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abführen, bezahlen, büßen, entrichten, quittieren, zahlen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bekoste, betale, lønne
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cotizar, pagar, remunerar, retribuir, satisfacer, solventar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
acquitter, affranchir, autofinancer, casquer, défrayer, financer, gager, latter, monnayer, payer, régler, régulariser, rémunérer, rétribuer, stipendier
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
finanziare, pagare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bekoste, betala, betale, innbetale, lønne
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
заплатить, оплачивать, платить, уплатить, уплачивать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
betala, erlägga, löna
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
paguaj
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
аплачваць, плацiць, плаціць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
maksma
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kustantaa, maksaa
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
isplatiti, platiti
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
fizetni, kifizetni, kifizetődik, megfizetni
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
mokėti
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
contribuir, custear, pagar, remunerar, retribuir, satisfazer
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
plačati
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
винагорода, виплатити, виплачувати, вирішити, вирішувати, вирішіть, влаштовувати, влаштовуватися, влаштувати, врегулювати, всисати, відплата, заплатити, зарплата, оплачувати, оселити, оселяти, оселятися, плата, платити, платня, поглинати, поглинути, поглиньте, погоджувати, погодити, послуга, регулювати, регулюватися, розплата, розчинити, розчиняти, скласти, сплатити, сплачувати, улагоджувати, улагодити
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
opłacać, płacić, uiszczać, zapłacić

Σχετικές λέξεις

πληρώνω όσο πετάω, πληρώνω τερζήσ, πληρώνω συνώνυμα, πληρώνω συνώνυμο, πληρώνω το μάρμαρο, πληρώνω ονειροκρίτης, πληρώνω τα σπασμένα, πληρώνω γεμίζω, πληρώνω τη νύφη, πληρώνω το τίμημα