lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: πνίγομαι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
drown, fuse, liquefy, melt, sink, smelt, thaw
πνίγομαι
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
mizet, potopit, potápět, rozmrazit, rozmrznout, rozpouštět, rozpustit, roztavit, roztát, smíchat, tavit, topit, tát, utopit, utápět, zapustit, zatopit, zkapalnit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
auftauen, ertrinken, ertränken, schmelzen, sinken, tauen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
drukne
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ahogar, ahogarse, anegar, derretir, derretirse, descongelar, deshelar, fundir, licuar, ligar, liquidar, sumergir
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
coule, couler, dégeler, fondre, fuser, liquéfier, naufrager, noyer
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
affogare, affondare, annegare, disgelare, fondere, liquefare, liquefarsi, sciogliere, sciogliersi, sgelare, struggere
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
таять, тонуть, топить
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
smälta
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shkrij
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
адтопліваць, ацяпляць, паліць, патанаць, тануць, тапіцца, тапіць, топить
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
sulatama
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sulaa, upottaa
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
belefojtani, fullaszt, merülni, mosogató, süllyedni
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
afogar, afundar, degelar, derretesse, descongelar, desvelar, fundir, linchar, liquidar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
багаття, потонути, потопати, потопити, стріляти, тонути, тонучи, тоніть, топити, утопити
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
tonąć, topić

Σχετικές λέξεις

πνίγομαι αγγλικά, πνίγομαι στον ύπνο μου, πνίγομαι με το σάλιο, πνίγομαι σε μια κουταλιά νερό, πνίγομαι στον ύπνο, πνίγομαι ονειροκρίτης, πνίγομαι πνίγεσαι, αντώνης βαρδής-πνίγομαι, καλέ πνίγομαι, πνίγομαι wiktionary