αντιγόνο στα αγγλικά αντιγόνο στα γερμανικά αντιγόνο στα δανική αντιγόνο στα ισπανικά αντιγόνο στα γαλλικά αντιγόνο στα νορβηγικά αντιγόνο στα ρωσικά αντιγόνο στα σουηδικά αντιγόνο στα σλοβακική αντιγόνο στα ουκρανικά
καπνίζω στα ουγγρική χρησιμοποιώ στα τσεχική υπερβολικός στα αγγλικά γεμίζω στα σλοβακική υπεροπτικός στα ρωσικά
γεμίζω αδειάζω τασάκια ρήμα χρησιμοποιώ υπερβολικός λογαριασμός δεη γιατί καπνίζω υπεροπτικός συνώνυμα