lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γονατίζω στα πολωνική

Λέξη:
γονατίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (3):
klęczeć, klękać, uklęknąć
Σχετικές λέξεις:
πολωνική γονατίζω, δε γονατίζω, γονατίζω μόνο για να βάλω δύναμη να σηκωθώ, γονατίζω μόνο για να βάλω δύναμη και να σηκωθώ, γονατίζω για να βάλω δύναμη να σηκωθώ, γονατίζω στα πολωνική, klęczeć στα ελληνικά
γονατίζω στα πολωνική