lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιδοκιμάζω στα πολωνική

Λέξη:
επιδοκιμάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (6):
aprobować, pochwalać, pochwalić, uznawać, zatwierdzać, zatwierdzić
Σχετικές λέξεις:
πολωνική επιδοκιμάζω, επιδοκιμάζω συνώνυμο, επιδοκιμάζω σημασια, επιδοκιμάζω προταση, επιδοκιμάζω ορισμός, επιδοκιμάζω λεξικο, επιδοκιμάζω στα πολωνική, aprobować στα ελληνικά
επιδοκιμάζω στα πολωνική