lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ικανοποιώ στα πολωνική

Λέξη:
ικανοποιώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (9):
dogadzać, nasycać, satysfakcjonować, spełniać, usatysfakcjonować, zadowalać, zadowolić, zaspokajać, zaspokoić
Σχετικές λέξεις:
πολωνική ικανοποιώ, ικανοποιώ συνώνυμα, ικανοποιώ στα αγγλικα, ικανοποιώ μεταφραση, ικανοποιώ αγγλικα, ικανοποιώ στα πολωνική, dogadzać στα ελληνικά
ικανοποιώ στα πολωνική